Συντάκτης Κειμένου: Θοδωρής Λιζάρδος, Head of Marketing, Sales Support & PDM, 3K Investment Partners
Designed by senivpetro / Freepik
Ο Αύγουστος είναι η καρδιά του καλοκαιριού στην Ελλάδα· οι πόλεις αδειάζουν από τα αυτοκίνητα, στα χωριά αντηχούν οι φωνές των παιδιών που παίζουν, οι παραλίες γίνονται τόποι συνάντησης της παρέας και το γεμάτο φεγγάρι σηκώνει τα κεφάλια των ανθρώπων ψηλά.
Στο συλλογικό θυμικό όσων έχουν το προνόμιο να ζουν στην Ελλάδα για 40 χρόνια ή και περισσότερα, ο Αύγουστος του 1999 κατέχει ιδιαίτερη θέση. Είναι ο Αύγουστος της χρηματιστηριακής φρενίτιδας.
Και εκείνο τον Αύγουστο, όπως τους τόσους προηγούμενους και επόμενους, τα αυτοκίνητα έφυγαν από τις πόλεις, στα χωριά αντηχούσαν οι φωνές των παιδιών, οι παραλίες ασφυκτιούσαν από τον κόσμο και το φεγγάρι έδωσε τη φωτεινή του παράσταση στο νυχτερινό ουρανό. Τότε όμως, στο μυαλό των περισσοτέρων οι διακοπές ήταν δευτερεύουσα υπόθεση· η σκέψη διαρκώς στριφογύριζε στο χρηματιστήριο και τα βλέμματα ήταν καρφωμένα στις οθόνες με τις τιμές των μετοχών. Στα καφενεία και στις παραλίες, στα ξενοδοχεία και στα πατρικά σπίτια, οι συζητήσεις είχαν να κάνουν με τις τιμές των μετοχών. Το χρηματιστήριο ήταν για τους Έλληνες η «κότα με τα χρυσά αβγά». Υπήρχε η βεβαιότητα του κέρδους από την κατοχή μετοχών, οποιωνδήποτε μετοχών, ανεξάρτητα του αν η εταιρεία είχε ουσιαστική δραστηριότητα, τζίρο, κέρδη. Αφού όσοι είχαν μετοχές κέρδιζαν, όλο και περισσότεροι έσπευδαν να εκμεταλλευτούν την «ευκαιρία» και να λύσουν το βιοποριστικό πρόβλημα της ζωής τους. Περίπου 1,5εκ. χρηματιστηριακοί κωδικοί ήταν ενεργοί τότε, όταν σήμερα δεν φθάνουν πάνω από 20χιλ.
Η ακόρεστη δίψα για άκοπα κέρδη, που κακοφόρμισε σε απληστία, σε συνδυασμό με τα τότε θεσμικά κενά για την προστασία των επενδυτών και της ανεπίγνωστης επενδυτικής άγνοιας της πλειονότητας των «επενδυτών» εκτόξευσαν τις τιμές των μετοχών σε ύψη παντελώς ασύμμετρα με τις οικονομικές δυνατότητες των εταιρειών, αλλά και της οικονομίας της ίδιας. Την 31η Ιουλίου 1999 ο Γενικός Δείκτης του Χ.Α. βρισκόταν στις 4.312,25 μονάδες ενώ την 31η Αυγούστου του ίδιου έτους βρέθηκε στις 5.205,34μονάδες, καταγράφοντας μηνιαία απόδοση +20,46%. Μάλιστα από την αρχή του έτους 1999 έως και το τέλος του Αυγούστου ο ίδιος δείκτης είχε άνοδο +90,15%!
Ένα χαρακτηριστικό εκείνης της περιόδου ήταν το κλείδωμα μετοχών στο ανώτατο όριο ημερήσιας ανόδου (το τότε επονομαζόμενο limit up) για σειρά ημερών, ακόμα και εταιρειών που είχαν ζημίες επί σειρά ετών και αναιμικό κύκλο εργασιών, αλλά ήταν στο επίκεντρο ευφάνταστων σεναρίων περί εξαγορών και νέων χρυσοφόρων δραστηριοτήτων.
Εκείνη την περίοδο η Ελλάδα βρισκόταν στον προθάλαμο του Ευρώ, τα επιτόκια ήταν τα χαμηλότερα σε μια περίοδο 30 ετών περίπου, οι επενδύσεις για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα το 2004, αν και με κάποια καθυστέρηση, είχαν ξεκινήσει και φαινόταν ότι η χώρα εισερχόταν σ’ έναν ενάρετο κύκλο ούσα προνομιούχο μέλος του νομισματικού πυρήνα της Ευρώπης.
Μοιραία, τη φρενίτιδα ακολούθησε μετά από λίγους μήνες η απογοήτευση των «επενδυτών», καθώς εμβρόντητοι παρακολουθούσαν την απότομη πτώση των μετοχών. Η αρνητική διεθνής χρηματιστηριακή (με την κατάρρευση των εταιρειών internet) και οικονομική συγκυρία πυροδότησε το σκάσιμο της φούσκας και όπως και σε κάθε άλλο παρόμοιο φαινόμενο σε άλλες χώρες και χρονικές περιόδους επέφερε ανεπανόρθωτες ζημιές. Με σκληρό τρόπο πολλοί από τους «επενδυτές» διαπίστωσαν ότι εταιρείες, μετοχές των οποίων κρατούσαν, είχαν μηδαμινή αξία και ότι τα σενάρια επιχειρηματικών κινήσεων ήταν στην καλύτερη περίπτωση «ευσεβείς πόθοι». Το αποτέλεσμα, εκτός από την απώλεια χρημάτων για πολλούς πρωτάρηδες επενδυτές, ήταν η συνολική απαξίωση της μετοχικής ιδέας στη συλλογική συνείδηση, σε μία κοινωνία που εκ προοιμίου δεν έτρεφε μεγάλη συμπάθεια στην επιχειρηματική δραστηριότητα.
Η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά μετά το σκάσιμο της φούσκας του ’99 λίγο ή πολύ ακολούθησε την πορεία των διεθνών αγορών, με τις όποιες μεταπτώσεις, χωρίς ποτέ να καταφέρει να ανακτήσει τα επίπεδα τιμών του 1999. Όμως, το δεύτερο ισχυρό χτύπημα για την ελληνική χρηματιστηριακή αγορά, ήρθε με την κρίση χρέους στην οποία περιδινήθηκε η Ελλάδα από το 2010 και μετά. Από εκείνη τη χρονιά και μετά η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά ακολούθησε την αντίθετη πορεία σε σχέση με τις διεθνείς μετοχικές αγορές. Στο παρακάτω διάγραμμα (πηγή: Bloomberg) απεικονίζεται η πορεία του Γενικού Δείκτη του Χ.Α σε σχέση με άλλους διεθνείς μετοχικούς δείκτες κατά την περίοδο 1/8/ 1999 – 1/8/2019, δηλαδή την τελευταία 20ετία.
Μια εικόνα ισοδυναμεί με χίλιες λέξεις· κατά την περίοδο 1/8/ 1999 – 1/8/2019, ο Γενικός Δείκτης του Χ.Α. υποχώρησε κατά 66,43% (προσμετρούνται και τα μερίσματα), όταν οι παρακάτω δείκτες σε όρους Ευρώ απέφεραν τα εξής αποτελέσματα:
MXWO (MSCI World Index) – Διεθνής Δείκτης Μετοχικών Αγορών +175,35%
MXEU (MSCI Europe Index) – Δείκτης Ευρωπαϊκών Μετοχικών Αγορών +132,31%
MXEF (MSCI Emerging Markets Index) – Δείκτης Μετοχικών Αναδυομένων Αγορών +315,91%
Με άλλα λόγια από 1999, ως και σήμερα ακόμη, στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά δεν ήρθαν μόνο τα πάνω… κάτω, αλλά έμειναν εκεί χαμηλά σε πλήρη αναντιστοιχία με τις διεθνείς αγορές!
Τώρα πια τον Αύγουστο του 2019, 20 χρόνια μετά, αν όχι κανείς, ελάχιστοι ασχολούνται με το ελληνικό χρηματιστήριο και τις μετοχές και ας έχει αποδώσει από την αρχή του έτους έως και την 1/8/2019 +46,74%. Οι τραυματικές μνήμες από το πάθημα του 1999 στοιχειώνουν πολλούς επενδυτές, ακόμα και αν οι συνθήκες είναι εντελώς διαφορετικές από εκείνο τον αλησμόνητο Αύγουστο.
Το χρηματιστήριο δεν περιφέρεται περίπου στις 6.000 μονάδες όπως τότε, αλλά βρίσκεται στο εύρος των 820 – 900 μονάδων του Γενικού Δείκτη. Η πλειονότητα των προβληματικών εταιρειών που είναι κενά κουφάρια βρίσκονται πια εκτός χρηματιστηρίου. Μάλιστα οι περισσότερες από τις εισηγμένες εταιρείες έχουν ενισχύσει τα μεγέθη τους σε μία περίοδο επώδυνης οικονομικής κρίσης, που φαίνεται ότι έχει ήδη κορυφωθεί και βαίνει προς την ολοκλήρωσή της. Επιπλέον, η οικονομική δραστηριότητα, τουλάχιστον όπως καταγράφεται από το ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) τον Αύγουστο του 2019 είναι μεγαλύτερη από αυτή του Αυγούστου του 1999.
Υπό το πρίσμα αυτό φαίνεται παράδοξο το γεγονός ότι οι ίδιοι άνθρωποι που αγωνιούσαν «μήπως και δεν έβρισκαν να αγοράσουν» μετοχές αμφιβόλου αξίας το 1999 σε τιμές του Γενικού Δείκτη (Γ.Δ.) στις 6.000 μονάδες τώρα αδιαφορούν να επενδύσουν σε κερδοφόρες και βιώσιμες επιχειρήσεις σε επίπεδο τιμών 820 – 900 μονάδων του Γ.Δ., όταν παράλληλα τα επιτόκια των καταθέσεων είναι κοντά στο μηδέν. Προφανώς, η αποστροφή στην απώλεια που έχουν βιώσει στο παρελθόν είναι ακόμα ισχυρότερη από την ορθολογική εκτίμηση των καταστάσεων και την προοπτική συμμετοχής στη μελλοντική κερδοφορία εύρωστων επιχειρήσεων.
Αυτή η στάση ως προς τις ελληνικές μετοχικές αξίες, μαρτυρά ότι τα επίπεδα τιμών τους δεν είναι υπερτιμημένα λόγω αυξημένης ζήτησης και ότι ενδεχομένως ενσωματώνουν αξία μεγαλύτερη από αυτή που είναι σε θέση να αντιληφθεί η πλειονότητα των «επενδυτών».